φαύλος

φαύλος
-η, -ο / φαῡλος, -αύλη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος ΜΑ
κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «φαύλος κύκλος»
α) (λογ.) βλ. κύκλος
β) μτφ. προβληματική κατάσταση που επαναλαμβάνεται χωρίς να βρεθεί λύση, αδιέξοδο
αρχ.
1. αυτός που στερείται φροντίδας ή αξίας
2. (κατ* επέκτ.) μικρός, εύκολος, απλός («οὐ... φαῡλον ἀλλὰ χαλεπὸν πιστεῡσαι», Πλάτ.)
3. ευτελής, μηδαμινός, ασήμαντος («οὐ ναυτικῆς καὶ φαύλης στρατιᾱς», Θουκ.)
4. αισχρός, ελεεινός, άθλιος («φαῡλος... ψόγος», Ευρ.)
5. (για πρόσ.) αυτός που κατάγεται από ταπεινό γένος ή τάξη («γάμος ὁ μὲν ἐκ μειζόνων... ὁ δ' ἐκ φαυλοτέρων», Ξεν.)
6. δύσμορφος, άσχημος («οὐ φαύλην ἔχον τὴν ὄψιν», Πλάτ.)
7. ανίκανος, ανάξιος («φαῡλος διδάσκαλος», Σοφ.)
8. ασθενής, αδύνατος
9. αμέριμνος, ξένοιαστος, αδιάφορος («μηδείς με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω μηδ' ἡσυχαίαν», Ευρ.)
10. (με καλή σημ.) αφελής, αγαθός, ανεπιτήδευτος («φαῡλον ἄκομψον, τὰ μέγιστ' ἀγαθόν», Ευρ.)
11. (σχετικά με υγεία) άρρωστος ή τραυματισμένος
12. (κατά τον Φώτ.) «φαῡλον... Τεθείη, δ' ἄν καὶ ἐπὶ τοῡ μεγάλου»
13. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαῡλον
κακό, δυστυχία
14. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φαῡλα
α) δυστυχία
β) πονηρές, κακές πράξεις
15. φρ. α) «τὰ φαῡλα νικᾱν» — επιτυγχάνω ασήμαντη νίκη (Σοφ.)
β) «παρὰ φαῡλον τίθεσθαι» — θεωρώ ανάξιο λόγου, περιφρονώ.
επίρρ...
φαύλως ΝΜΑ, και φαύλα Ν
με φαύλο τρόπο, κακώς, άθλια, ανήθικα, ελεεινά
αρχ.
1. εύκολα («οὐκ ἄν φαύλως ἔτυχεν τούτου», Αριστοφ.)
2. με μικρή, με ανάξια λόγου δύναμη («οὐ γάρ τι φαύλως ἦλθε Πολυνείκης χθόνα», Ευρ.)
3. επιπόλαια, απερίσκεπτα («ὑμεῑς δὲ φαύλως αὔτ' ἄγαν ἐκρίνατε», Αισχύλ.)
4. χωρίς ακρίβεια ή χωρίς προσπάθεια, πρόχειρα, αυτοσχέδια («φαύλως καὶ βραχέως ἀποκρίνασθαι», Πλάτ.)
5. με απλότητα, απλοϊκά, ανεπιτήδευτα («φαυλοτέρως ἂν πεπαιδευμένοι», Πλάτ.)
6. φρ. «φαύλως ἔχω» — είμαι άρρωστος (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, η οποία έχει σχηματιστεί από το ίδιο θέμα φλαυ- με το επίθ. φλαῦρος, αβέβαιης επίσης ετυμολ. (βλ. λ. φλαῦρος) με το επίθημα -λος που απαντά και σε άλλα επίθ. που δηλώνουν σωματικές ατέλειες ή έχουν γενικά μειωτική σημ. (πρβλ. δει-λός, στρεβ-λός, τυφ-λός) και εμφανίζει αναβιβασμό τού τόνου και ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου -λ-: φαῦλος < *φλαυ-λος. Κατά μία άποψη, από τον ίδιο αρχικό τ. *φλαυ-λος προήλθε και το επίθ. φλαῦρος με ανομοίωση τού -λ- σε -ρ-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, τα δύο επίθ. αποτελούν ανεξάρτητους σχηματισμούς από το θ. φλαν- με διαφορετικά επιθήματα -λος και -ρος. Λιγότερο πιθανή θεωρείται η σύνδεση τού φαῦλος με το επίθ. παῦ-ρος «λίγος, μικρός» (βλ. λ. παῦρος), μέσω μιας σημ. «αυτός που έχει κατώτερη ποιότητα» και με εκφραστικό δασύ φ-. Σύμφωνα με την άποψη αυτή το επίθ. φλαῦρος θεωρείται προϊόν συμφυρμού τών παῦρος και φαῦλος, δεν ερμηνεύεται, όμως, η παρουσία -λ- στον τ. Αρχική σημ. τού επιθ. φαῦλος πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «απλός, ανεπιτήδευτος» από την οποία μπορεί να ερμηνευθεί τόσο η θετική σημ. του όσο και η χρήση του με διάφορες μειωτικές σημ.: «αφελής», «μικρός, ευτελής, μηδαμινός, ασήμαντος» αλλά και «ανίκανος, αδύναμος» και «πονηρός, κακός, μοχθηρός, ελεεινός», με τις οποίες χρησιμοποιείται και σήμερα το επίθ. (ανάλογη εξέλιξη «ἐπὶ κακῷ» μιας αρχικής σημ. «απλός» σε σημ. «απλοϊκός, επιπόλαιος» παρατηρείται και στο επίθ. ἀφελής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαῦλος — cheap masc nom sg φαῦλος cheap masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαύλος — η, ο κακοήθης, αχρείος, αισχρός, διεστραμμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαῦλον — φαῦλος cheap masc acc sg φαῦλος cheap neut nom/voc/acc sg φαῦλος cheap masc/fem acc sg φαῦλος cheap neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαῦλα — φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαῦλε — φαῦλος cheap masc voc sg φαῦλος cheap masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαῦλοι — φαῦλος cheap masc nom/voc pl φαῦλος cheap masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαῦλαι — φαῦλος cheap fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότατ' — φαῡλότατα , φαῦλος cheap adverbial superl φαῡλότατα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc superl pl φαῡλότατα , φαῦλος cheap adverbial superl φαῡλότατα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc superl pl φαῡλότατε , φαῦλος cheap masc voc superl sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλότερον — φαῡλότερον , φαῦλος cheap adverbial comp φαῡλότερον , φαῦλος cheap masc acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος cheap adverbial comp φαῡλότερον , φαῦλος cheap masc acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαῦλ' — φαῦλα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλε , φαῦλος cheap masc voc sg φαῦλε , φαῦλος cheap masc/fem voc sg φαῦλαι , φαῦλος cheap fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”